-
1 диссертация
диссертация ж η διατριβή защищать \диссертацияю υποστηρίζω τη διατριβή* * *жη διατριβήзащища́ть диссерта́цию — υποστηρίζω τη διατριβή
-
2 защитить
1. (оградить, предохранить) προστατεύω, προφυλάσσω 2. (отстоять права, интересы и т п) υπερασπίζω 3. (диссер-тацию, проект и т.п) υποστηρίζω (τη διατριβή, το σχέδιο κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защитить
-
3 защитить
-щищу, -щитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω προστατεύω•защитить свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου•
защитить диссертацию υποστηρίζω διατριβή•
защитить слабых и угнетнных υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους.
|| (νομ,) συνηγορώ•защитить обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο,
2. προφυλάσσω•защитить глаза ладонью от солнца προφυλάσσω τα μάτια από το φως του ήλιου με την παλάμη•
защитить от ветра προφυλάσσω•
атго τον άνεμο.
προφυλάσσομαι•защитить от неприятеля προφυλάσσομαι από τον εχθρό•
защитить от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.
-
4 защищать
защищатьнесов1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προστατεύω / προασπίζω (ограждать):\защищать мир ὑπερασπίζομαι τήν εἰρήνη· \защищать диссертацию ὑποστηρίζω διατριβἤ 2· юр. συνηγορώ:\защищать обвиняемого συνηγορώ ὑπέρ τοῦ κατηγορουμένου.